Στις 5 Ιανουαρίου 1920 έξι επιχειρηματίες αποφασίζουν να ιδρύσουν μια ετερόρρυθμη εταιρεία, την εταιρεία «Αριστοτέλης Μακρής και Σία, Ελληνική Βιομηχανική Εταιρεία Ελαιουργικών Επιχειρήσεων», με τον διακριτικό τίτλο «Ελαΐς». Ιδρυτές της, ο μηχανικός από το Λαύριο Μελέτιος Δ. Γκιόκας, ο χημικός του Δήμου Αθηναίων Χαράλαμπος Δ. Μαυρειδόπουλος, ο χημικός Κωνσταντίνος Γ. Ευγενειάδης και ο συνάδελφός του Αριστοτέλης Μακρής από τήν Αρτάκη, ο αθηναίος μηχανικός Πολύδωρος Χ. Γεωργόπουλος και ο φαρμακοποιός Σταύρος Π. Σταυρής, από τη Θήβα. Αρχικό εταιρικό κεφάλαιο, 225.000 δρχ. Οι έξι συνεταίροι αναθέτουν τη διοίκηση της επιχείρησης στον Αριστοτέλη Μακρή, που θα παραμείνει στο πηδάλιό της ως και το 1947: «Στις 19 Δεκεμβρίου, ενώ μεταβαίνει στα γραφεία της εταιρείας, ο Αρ. Μακρής παρασύρεται έξω από την πύλη του εργοστασίου από όχημα και αφήνει την τελευταία του πνοή μετά από λίγο στην κλινική Σμπαρούνη, όπου και διακομίζεται».
Η εταιρεία ιδρύεται λοιπόν τον Ιανουάριο του 1920 και τέσσερις μήνες αργότερα ο Αριστοτέλης Μακρής ενημερώνει τους συνεταίρους του για τις παραγγελίες των μηχανημάτων που έγιναν στην Αγγλία αλλά και για την αγορά οικοπέδου 15.492 τετραγωνικών πήχεων στην περιοχή Καραϊσκάκη του Δήμου Πειραιά. Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο με εισφορές των ιδρυτών αλλά και νέων επενδυτών που προέρχονται από τον εφοπλιστικό κόσμο διπλασιάζεται ως το τέλος του 1920 ενώ την ίδια περίοδο ολοκληρώνονται οι παραγωγικές εγκαταστάσεις της (π.χ. ένα σπορελαιουργείο μηνιαίας δυναμικότητας 200 τόνων ελαιοσπόρων) και το κεντρικό κτίριο γραφείων της εταιρείας.
Ο χρόνος έχει ήδη αρχίσει να «τρέχει» για τη νεοσύστατη βιομηχανική επιχείρηση αποτυπώνοντας στο πέρασμά του τα χαρακτηριστικά ενός σημαντικού κεφαλαίου της ιστορίας της ελληνικής βιομηχανίας του 20ού αιώνα.
Η 78χρονη διαδρομή της βιομηχανίας «Ελαΐς» που επιχειρούν να ανασυνθέσουν και να καταγράψουν με ιδιαίτερη επιτυχία μέσα από το αρχειακό υλικό της ίδιας της εταιρείας οι ερευνητές κ. Νίκος Μέλιος και κυρία Λίτσα Μπαφούνη δίνει άφθονη «πρώτη ύλη» ερεθισμάτων για την αποκάλυψη ιδιαίτερων, σαφώς παραγνωρισμένων ως τώρα, πτυχών της βιομηχανικής ιστορίας της χώρας μας. Πρόκειται για εκείνες τις πτυχές που συνδέονται κυρίως με την εξέλιξη των μετοχικών σχέσεων, που με τη σειρά τους επηρεάζουν και καθορίζουν τις επιχειρηματικές επιλογές, τους επενδυτικούς προσανατολισμούς, την εμπορική δραστηριότητα και γιατί όχι; την επιρροή της εταιρείας και των μετόχων της στο ευρύτερο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.
Επιπλέον, η ανάπτυξη της ίδιας της εταιρείας που έχει άμεση σχέση με την οικονομική επιφάνεια των μετόχων αλλά και την πιστοληπτική ικανότητά της παρακολουθεί κατά βήμα τις εξελίξεις της ισοτιμίας της δραχμής έναντι των εκάστοτε ισχυρών νομισμάτων και επηρεάζεται δραστικά από αυτές. Στη δεκαετία του Μεσοπολέμου, π.χ., οι περιπέτειες της δραχμής και τα «βάσανα» των βασικών μετόχων της «Ελαΐδος» έχουν σχέση με τη στερλίνα Αγγλίας ενώ μετά τον πόλεμο οι διευθύνοντες τη βιομηχανία αποδέχονται χωρίς χρονοτριβή την κυριαρχία του... δολαρίου και ανοίγουν τις πόρτες τους στο ξένο κεφάλαιο.
Αλλά οι μεταβολές της μετοχικής βάσης και η εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της επιχείρησης αποτελούν ένα μόνον κομμάτι της ιστορίας της «Ελαΐδος». Ενα άλλο κομμάτι εξίσου ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό αυτής της ιστορίας αποτελούν τα ίδια τα προϊόντα της βιομηχανίας που έγιναν γνωστά στο ευρύ καταναλωτικό κοινό και άντεξαν στη «φθορά του χρόνου». Π.χ., η φίρμα «Φυτίνη», με τις εκάστοτε αναγκαίες μεταμορφώσεις, βρίσκεται στη διάθεση των καταναλωτών επί 67 συναπτά έτη. Την ίδια αντοχή παρουσιάζει και η φίρμα «Βιτάμ», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην αγορά το 1947 (οι δύο ερευνητές καταχωρίζουν στην εν λόγω έκδοση πλήρες και αναλυτικό χρονολόγιο των βασικών προϊόντων της «Ελαΐδος»).
Η «Ελαΐς» από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της διαθέτει το ξεχωριστό προνόμιο της πολυμετοχικότητας που την ακολουθεί σε όλα τα βήματά της και επισφραγίζεται με την εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο της οδού Σοφοκλέους τον Φεβρουάριο του 1941. Οι ιδρυτές της, σε αντίθεση με άλλες βιομηχανικές απόπειρες της τότε εποχής, δεν προέρχονται από την ίδια οικογένεια, ούτε καν διατηρούν μεταξύ τους συγγενικούς δεσμούς οποιουδήποτε βαθμού.
Ο αρχικός μετοχικός πυρήνας στο πέρασμα των χρόνων υφίσταται σημαντικές μεταβολές που έχουν άμεση σχέση με τον βαθμό κεφαλαιακής επάρκειας της εταιρείας προκειμένου να υποστηριχθεί η σταθερή και συνεπής διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της. Στο χρονολόγιο της ιστορίας της «Ελαΐδος» που περιλαμβάνεται στην έκδοση καταγράφονται ένα προς ένα τα πρόσωπα των μετόχων που έπαιξαν ρόλο στα κρίσιμα χρόνια της καθιέρωσης της βιομηχανίας.
Κορυφαίες στιγμές αυτής της διαδρομής της πολυμετοχικής βιομηχανικής επιχείρησης είναι δύο:
Η πρώτη αφορά τη μετατροπή της αρχικής ετερόρρυθμης εταιρείας σε ανώνυμη εταιρεία με την καθοριστική παρέμβαση και συμβολή μιας ιδιωτικής τράπεζας της εποχής, της Τράπεζας Χίου. Η τράπεζα των αδελφών Πασπάτη γίνεται ο δεύτερος σε μέγεθος μέτοχος της «Ελαΐδος» το 1931 αφού προηγουμένως οι ιδιοκτήτες της αποδέχθηκαν την εξής ρύθμιση: μεγάλο κομμάτι του νέου μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας να καλυφθεί από τους ίδιους με κεφαλαιοποίηση παλαιότερων δανείων που είχαν χορηγήσει, μέσω της τράπεζάς τους, στην ετερόρρυθμη εταιρεία. Η μετατροπή του αρχικού εταιρικού σχήματος σηματοδοτεί και την απαρχή σκληρού αγώνα για την κατάργηση του μονοπωλίου της υδρογόνωσης ελαίων πάσης φύσεως που ως τότε κατείχε αποκλειστικά η εταιρεία «Κατσίγερας και Σία».
Η δεύτερη έχει να κάνει με τη διασύνδεση της τύχης της επιχείρησης με το πολυεθνικό κεφάλαιο. Το 1962 ξεκινά η συνεργασία της με τη Unilever, την πρώτη σε παγκόσμια κλίμακα εταιρεία στην παραγωγή τυποποιημένων λιπαρών προϊόντων και μεταξύ των 20 μεγαλύτερων εταιρειών του κόσμου. Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, το 1976, ο ολλανδικής καταγωγής πολυεθνικός γίγαντας, με συμφωνία των ελλήνων μετόχων, αναλαμβάνει τη διοίκηση της «Ελαΐδος» αποκτώντας ταυτόχρονα το 51% των μετοχών της.
Η έκδοση του κ. Μέλιου και της κυρίας Μπαφούνη εντάσσεται στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της βιομηχανίας «Ελαΐς» για την αναδιοργάνωση και απόδοση στην έρευνα του ιστορικού αρχείου της. Αλλωστε, όπως επισημαίνουν οι δύο συγγραφείς, η πρωτοβουλία αυτή «αποτελεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα, πρωτοπόρο για τα ελληνικά δεδομένα, που εντάσσεται στη γενικότερη πολιτιστική και κοινωνική πολιτική της επιχείρησης και ολοκληρώθηκε υπό την επιστημονική εποπτεία του ιστορικού αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών».
Το χρονολόγιο της αδιάλειπτης 78χρονης λειτουργίας της βιομηχανίας που συνέθεσαν οι δύο ερευνητές αποτελεί πηγή πρώτη τάξης για υποψήφιους συγγραφείς «ιστοριών» με οικονομικό υπόβαθρο. Παράδειγμα, μία από τις πολλές «ιστορίες» που θα μπορούσαν να «γραφτούν» θα ήταν οι εναλλαγές των μετόχων σε συνδυασμό με την εμπλοκή της Τράπεζας Χίου, που αποτελούσε την εποχή του Μεσοπολέμου τον βασικό πιστωτή της «Ελαΐδος». Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, πάντως, για εκείνη την περίοδο είναι οι σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ παλαιών και νέων μετόχων με αφορμή τις περιπέτειες του εθνικού νομίσματος.
Π.χ., τον Απρίλιο του 1924 ο ισολογισμός χρήσης της επιχείρησης για το αμέσως προηγούμενο έτος «κλείνει» με ζημία που φθάνει το ποσό των 170.906 δρχ. και 30 λεπτών (τότε ακόμη μετρούσαν και τη «δεκάρα»!). Η οικονομική ζημία αποδίδεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην ισοτιμία της δραχμής έναντι της αγγλικής στερλίνας αφού τα δάνεια που είχε συνάψει η εταιρεία με την Τράπεζα Χίου (ιδιοκτησίας τότε των αδελφών Πασπάτη) ήταν στο σκληρό νόμισμα της εποχής. Σύμφωνα με αρχειακό υλικό που παραθέτουν στο χρονολόγιο της επιχείρησης οι συγγραφείς, η ζημία χρήσης ήταν αποτέλεσμα της «αποτόμου βελτιώσεως της δραχμής κατά το παρελθόν έαρ η οποία εκλόνισε ολόκληρον την εθνικήν οικονομία της χώρας».
Δύο χρόνια αργότερα και ενώ η επιχείρηση «Ελαΐς» συνεχίζει να δανείζεται σε στερλίνες Αγγλίας από την Τράπεζα Χίου προκειμένου να επεκτείνει τις παραγωγικές εγκαταστάσεις της στον χώρο του Νέου Φαλήρου εκεί ακριβώς όπου βρίσκονται ως σήμερα , ο εκ των ιδρυτών της και γενικός διευθυντής της από το 1920 ως το 1947 Αριστοτέλης Μακρής επιτυγχάνει συμφωνία με την πιστώτρια τράπεζα προκειμένου τα δάνεια να έχουν... ρήτρα «χρυσού». Η σκέψη του Αρ. Μακρή ήταν απλή: η επιχείρηση δεν θα ήταν εκτεθειμένη στον συναλλαγματικό κίνδυνο κάθε φορά που η ισοτιμία της δραχμής έναντι της αγγλικής στερλίνας θα άλλαζε δραστικά υπέρ του εθνικού νομίσματος. Ετσι, με τον χρυσό στη... μέση, «οποιαδήποτε μελλοντική βελτίωση του εθνικού νομίσματος δεν δύναται να επιδράσει επί ζημία» στα οικονομικά αποτελέσματα της «Ελαΐδος».
Η αγγλική στερλίνα το σκληρό νόμισμα του Μεσοπολέμου δίνει τη θέση της στο δολάριο. Τους πρώτους μήνες του 1962 η Unilever αποκτά 10.800 μετοχές της «Ελαΐδος» έναντι ποσού 825.000 δολαρίων που αντιστοιχεί σε 25.380.000 δρχ. Τα δολάρια στέλνονται στην Τράπεζα της Ελλάδος και εκείνη παραδίνει στην εταιρεία δραχμές. Ετσι ο ολλανδικής καταγωγής πολυεθνικός γίγαντας περνά για πρώτη φορά το κατώφλι της «Ελαΐδος». Θα ακολουθήσουν άλλα δύο βήματα: το 1970 η συμμετοχή της Unilever θα φθάσει το 45% και έξι χρόνια αργότερα θα αποκτήσει τον έλεγχο της πλειονότητας των μετοχών της.
Η εταιρεία ιδρύεται λοιπόν τον Ιανουάριο του 1920 και τέσσερις μήνες αργότερα ο Αριστοτέλης Μακρής ενημερώνει τους συνεταίρους του για τις παραγγελίες των μηχανημάτων που έγιναν στην Αγγλία αλλά και για την αγορά οικοπέδου 15.492 τετραγωνικών πήχεων στην περιοχή Καραϊσκάκη του Δήμου Πειραιά. Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο με εισφορές των ιδρυτών αλλά και νέων επενδυτών που προέρχονται από τον εφοπλιστικό κόσμο διπλασιάζεται ως το τέλος του 1920 ενώ την ίδια περίοδο ολοκληρώνονται οι παραγωγικές εγκαταστάσεις της (π.χ. ένα σπορελαιουργείο μηνιαίας δυναμικότητας 200 τόνων ελαιοσπόρων) και το κεντρικό κτίριο γραφείων της εταιρείας.
Ο χρόνος έχει ήδη αρχίσει να «τρέχει» για τη νεοσύστατη βιομηχανική επιχείρηση αποτυπώνοντας στο πέρασμά του τα χαρακτηριστικά ενός σημαντικού κεφαλαίου της ιστορίας της ελληνικής βιομηχανίας του 20ού αιώνα.
Η 78χρονη διαδρομή της βιομηχανίας «Ελαΐς» που επιχειρούν να ανασυνθέσουν και να καταγράψουν με ιδιαίτερη επιτυχία μέσα από το αρχειακό υλικό της ίδιας της εταιρείας οι ερευνητές κ. Νίκος Μέλιος και κυρία Λίτσα Μπαφούνη δίνει άφθονη «πρώτη ύλη» ερεθισμάτων για την αποκάλυψη ιδιαίτερων, σαφώς παραγνωρισμένων ως τώρα, πτυχών της βιομηχανικής ιστορίας της χώρας μας. Πρόκειται για εκείνες τις πτυχές που συνδέονται κυρίως με την εξέλιξη των μετοχικών σχέσεων, που με τη σειρά τους επηρεάζουν και καθορίζουν τις επιχειρηματικές επιλογές, τους επενδυτικούς προσανατολισμούς, την εμπορική δραστηριότητα και γιατί όχι; την επιρροή της εταιρείας και των μετόχων της στο ευρύτερο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.
Επιπλέον, η ανάπτυξη της ίδιας της εταιρείας που έχει άμεση σχέση με την οικονομική επιφάνεια των μετόχων αλλά και την πιστοληπτική ικανότητά της παρακολουθεί κατά βήμα τις εξελίξεις της ισοτιμίας της δραχμής έναντι των εκάστοτε ισχυρών νομισμάτων και επηρεάζεται δραστικά από αυτές. Στη δεκαετία του Μεσοπολέμου, π.χ., οι περιπέτειες της δραχμής και τα «βάσανα» των βασικών μετόχων της «Ελαΐδος» έχουν σχέση με τη στερλίνα Αγγλίας ενώ μετά τον πόλεμο οι διευθύνοντες τη βιομηχανία αποδέχονται χωρίς χρονοτριβή την κυριαρχία του... δολαρίου και ανοίγουν τις πόρτες τους στο ξένο κεφάλαιο.
Αλλά οι μεταβολές της μετοχικής βάσης και η εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της επιχείρησης αποτελούν ένα μόνον κομμάτι της ιστορίας της «Ελαΐδος». Ενα άλλο κομμάτι εξίσου ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό αυτής της ιστορίας αποτελούν τα ίδια τα προϊόντα της βιομηχανίας που έγιναν γνωστά στο ευρύ καταναλωτικό κοινό και άντεξαν στη «φθορά του χρόνου». Π.χ., η φίρμα «Φυτίνη», με τις εκάστοτε αναγκαίες μεταμορφώσεις, βρίσκεται στη διάθεση των καταναλωτών επί 67 συναπτά έτη. Την ίδια αντοχή παρουσιάζει και η φίρμα «Βιτάμ», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην αγορά το 1947 (οι δύο ερευνητές καταχωρίζουν στην εν λόγω έκδοση πλήρες και αναλυτικό χρονολόγιο των βασικών προϊόντων της «Ελαΐδος»).
Η «Ελαΐς» από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της διαθέτει το ξεχωριστό προνόμιο της πολυμετοχικότητας που την ακολουθεί σε όλα τα βήματά της και επισφραγίζεται με την εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο της οδού Σοφοκλέους τον Φεβρουάριο του 1941. Οι ιδρυτές της, σε αντίθεση με άλλες βιομηχανικές απόπειρες της τότε εποχής, δεν προέρχονται από την ίδια οικογένεια, ούτε καν διατηρούν μεταξύ τους συγγενικούς δεσμούς οποιουδήποτε βαθμού.
Ο αρχικός μετοχικός πυρήνας στο πέρασμα των χρόνων υφίσταται σημαντικές μεταβολές που έχουν άμεση σχέση με τον βαθμό κεφαλαιακής επάρκειας της εταιρείας προκειμένου να υποστηριχθεί η σταθερή και συνεπής διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της. Στο χρονολόγιο της ιστορίας της «Ελαΐδος» που περιλαμβάνεται στην έκδοση καταγράφονται ένα προς ένα τα πρόσωπα των μετόχων που έπαιξαν ρόλο στα κρίσιμα χρόνια της καθιέρωσης της βιομηχανίας.
Κορυφαίες στιγμές αυτής της διαδρομής της πολυμετοχικής βιομηχανικής επιχείρησης είναι δύο:
Η πρώτη αφορά τη μετατροπή της αρχικής ετερόρρυθμης εταιρείας σε ανώνυμη εταιρεία με την καθοριστική παρέμβαση και συμβολή μιας ιδιωτικής τράπεζας της εποχής, της Τράπεζας Χίου. Η τράπεζα των αδελφών Πασπάτη γίνεται ο δεύτερος σε μέγεθος μέτοχος της «Ελαΐδος» το 1931 αφού προηγουμένως οι ιδιοκτήτες της αποδέχθηκαν την εξής ρύθμιση: μεγάλο κομμάτι του νέου μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας να καλυφθεί από τους ίδιους με κεφαλαιοποίηση παλαιότερων δανείων που είχαν χορηγήσει, μέσω της τράπεζάς τους, στην ετερόρρυθμη εταιρεία. Η μετατροπή του αρχικού εταιρικού σχήματος σηματοδοτεί και την απαρχή σκληρού αγώνα για την κατάργηση του μονοπωλίου της υδρογόνωσης ελαίων πάσης φύσεως που ως τότε κατείχε αποκλειστικά η εταιρεία «Κατσίγερας και Σία».
Η δεύτερη έχει να κάνει με τη διασύνδεση της τύχης της επιχείρησης με το πολυεθνικό κεφάλαιο. Το 1962 ξεκινά η συνεργασία της με τη Unilever, την πρώτη σε παγκόσμια κλίμακα εταιρεία στην παραγωγή τυποποιημένων λιπαρών προϊόντων και μεταξύ των 20 μεγαλύτερων εταιρειών του κόσμου. Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, το 1976, ο ολλανδικής καταγωγής πολυεθνικός γίγαντας, με συμφωνία των ελλήνων μετόχων, αναλαμβάνει τη διοίκηση της «Ελαΐδος» αποκτώντας ταυτόχρονα το 51% των μετοχών της.
Η έκδοση του κ. Μέλιου και της κυρίας Μπαφούνη εντάσσεται στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της βιομηχανίας «Ελαΐς» για την αναδιοργάνωση και απόδοση στην έρευνα του ιστορικού αρχείου της. Αλλωστε, όπως επισημαίνουν οι δύο συγγραφείς, η πρωτοβουλία αυτή «αποτελεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα, πρωτοπόρο για τα ελληνικά δεδομένα, που εντάσσεται στη γενικότερη πολιτιστική και κοινωνική πολιτική της επιχείρησης και ολοκληρώθηκε υπό την επιστημονική εποπτεία του ιστορικού αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών».
Το χρονολόγιο της αδιάλειπτης 78χρονης λειτουργίας της βιομηχανίας που συνέθεσαν οι δύο ερευνητές αποτελεί πηγή πρώτη τάξης για υποψήφιους συγγραφείς «ιστοριών» με οικονομικό υπόβαθρο. Παράδειγμα, μία από τις πολλές «ιστορίες» που θα μπορούσαν να «γραφτούν» θα ήταν οι εναλλαγές των μετόχων σε συνδυασμό με την εμπλοκή της Τράπεζας Χίου, που αποτελούσε την εποχή του Μεσοπολέμου τον βασικό πιστωτή της «Ελαΐδος». Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, πάντως, για εκείνη την περίοδο είναι οι σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ παλαιών και νέων μετόχων με αφορμή τις περιπέτειες του εθνικού νομίσματος.
Π.χ., τον Απρίλιο του 1924 ο ισολογισμός χρήσης της επιχείρησης για το αμέσως προηγούμενο έτος «κλείνει» με ζημία που φθάνει το ποσό των 170.906 δρχ. και 30 λεπτών (τότε ακόμη μετρούσαν και τη «δεκάρα»!). Η οικονομική ζημία αποδίδεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην ισοτιμία της δραχμής έναντι της αγγλικής στερλίνας αφού τα δάνεια που είχε συνάψει η εταιρεία με την Τράπεζα Χίου (ιδιοκτησίας τότε των αδελφών Πασπάτη) ήταν στο σκληρό νόμισμα της εποχής. Σύμφωνα με αρχειακό υλικό που παραθέτουν στο χρονολόγιο της επιχείρησης οι συγγραφείς, η ζημία χρήσης ήταν αποτέλεσμα της «αποτόμου βελτιώσεως της δραχμής κατά το παρελθόν έαρ η οποία εκλόνισε ολόκληρον την εθνικήν οικονομία της χώρας».
Δύο χρόνια αργότερα και ενώ η επιχείρηση «Ελαΐς» συνεχίζει να δανείζεται σε στερλίνες Αγγλίας από την Τράπεζα Χίου προκειμένου να επεκτείνει τις παραγωγικές εγκαταστάσεις της στον χώρο του Νέου Φαλήρου εκεί ακριβώς όπου βρίσκονται ως σήμερα , ο εκ των ιδρυτών της και γενικός διευθυντής της από το 1920 ως το 1947 Αριστοτέλης Μακρής επιτυγχάνει συμφωνία με την πιστώτρια τράπεζα προκειμένου τα δάνεια να έχουν... ρήτρα «χρυσού». Η σκέψη του Αρ. Μακρή ήταν απλή: η επιχείρηση δεν θα ήταν εκτεθειμένη στον συναλλαγματικό κίνδυνο κάθε φορά που η ισοτιμία της δραχμής έναντι της αγγλικής στερλίνας θα άλλαζε δραστικά υπέρ του εθνικού νομίσματος. Ετσι, με τον χρυσό στη... μέση, «οποιαδήποτε μελλοντική βελτίωση του εθνικού νομίσματος δεν δύναται να επιδράσει επί ζημία» στα οικονομικά αποτελέσματα της «Ελαΐδος».
Η αγγλική στερλίνα το σκληρό νόμισμα του Μεσοπολέμου δίνει τη θέση της στο δολάριο. Τους πρώτους μήνες του 1962 η Unilever αποκτά 10.800 μετοχές της «Ελαΐδος» έναντι ποσού 825.000 δολαρίων που αντιστοιχεί σε 25.380.000 δρχ. Τα δολάρια στέλνονται στην Τράπεζα της Ελλάδος και εκείνη παραδίνει στην εταιρεία δραχμές. Ετσι ο ολλανδικής καταγωγής πολυεθνικός γίγαντας περνά για πρώτη φορά το κατώφλι της «Ελαΐδος». Θα ακολουθήσουν άλλα δύο βήματα: το 1970 η συμμετοχή της Unilever θα φθάσει το 45% και έξι χρόνια αργότερα θα αποκτήσει τον έλεγχο της πλειονότητας των μετοχών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου